- κλῶμαξ
- κλῶμαξ, ᾰκος, ὁ,A heap of stones, rocky place, Lyc.653: [full] κρῶμαξ, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κλώμαξ — και κρώμαξ, ακος, ὁ (Α) σωρός λίθων ή πετρώδης τόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Σχηματισμός σε αξ κατά τα λίθ αξ, βῶλ αξ. Το θ. κλω μ πιθ. από κάποιο αμάρτυρο ρηματ. παρ. *κλῶ μος («ρωγμή»;) < κλάω / ῶ «σπάζω», τ. που προϋποθέτει τη σπάνια… … Dictionary of Greek
κλώμακας — κλώμαξ masc acc pl κλῶμαξ heap of stones masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλώμακες — κλώμαξ masc nom/voc pl κλῶμαξ heap of stones masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλωμακόεις — κλωμακόεις, εσσα, εν (Α) γεμάτος πέτρες, τραχύς, πετρώδης («Ἰθώμην κλωμακόεσσαν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῶμαξ, κος «σωρός από πέτρες» + κατάλ. όεις (πρβλ. δαιδαλ όεις, κυματ όεις)] … Dictionary of Greek
κρώμαξ — κρῶμαξ, ακος, ὁ (Α) βλ. κλώμαξ … Dictionary of Greek
σικυήλατον — και σικυήρατον και σικύρατον, τὸ, Α τμήμα κήπου κατάφυτο με αγγουριές. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίκυος «αγγούρι» + ήλατος / ήρατον (< ἐλαύνω «φυτεύω σε σειρές, σε πρασιές»), με εναλλαγή λ / ρ (πρβλ. κλῶμαξ / κρῶμαξ και αδελφός / αδερφός)] … Dictionary of Greek
kel-3, kelǝ-, klā- extended klād- — kel 3, kelǝ , klā extended klād English meaning: to hit, cut down Deutsche Übersetzung: ‘schlagen, hauen” Note: separation from kel “prick” and from skel “cut, clip” is barely durchfũhrbar; beachte esp. Slav. *kólti “prick” =… … Proto-Indo-European etymological dictionary